Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰκέτας καὶ χρήματα

См. также в других словарях:

  • υπεκτίθεμαι — και σπάν. ενεργ. τ. ὑπεκτίθημι Α [ἐκτίθεμαι] 1. (για πρόσ. ή πράγμ.) μεταφέρω σε ασφαλή τόπο, φυγαδεύω, απομακρύνω από κίνδυνο (α. «ἔστ ἂν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται», Ηρόδ. β. «ἔλεγεν ὡς ὑπεκτίθοιτο ἤδη τὰ χρήματα», Ξεν.) 2. βάζω κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»